αλουνίτης

αλουνίτης
ο ή στυπτηριάτης λίθος (Ορυκτ.)
πολύ διαδεδομένο ορυκτό θειικό άλας τού αργιλίου και καλίου, με χημικό τύπο KAI3(OH)6(SO4)2.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alunite < γαλλ. ảlun «στυπτηρία*» < λατ. ảlumen,-inis «στυπτηρία» + κατάλ. -ite (πρβλ. -ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”