- αλουνίτης
- ο ή στυπτηριάτης λίθος (Ορυκτ.)πολύ διαδεδομένο ορυκτό θειικό άλας τού αργιλίου και καλίου, με χημικό τύπο KAI3(OH)6(SO4)2.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alunite < γαλλ. ảlun «στυπτηρία*» < λατ. ảlumen,-inis «στυπτηρία» + κατάλ. -ite (πρβλ. -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.